ανήσκιωτος

ανήσκιωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει σκιά, που τον χτυπάει ο ήλιος
2. όποιος δεν έχει εφιάλτες στον ύπνο του
3. εκείνος που δεν έχει σωματικά χαρίσματα, παράστημα, ο άχαρος
4. αυτός που δεν έχει ήσκιο, δεν εμπνέει σεβασμό, ο ασήμαντος
5. (για γυναίκα) εκείνη που δεν προστατεύεται από άντρα (πατέρα, σύζυγο, αδελφό).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανήσκιωτος — η, ο βλ. το ορθό ανίσκιωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”